- κηώεις
- κηώεις, -εσσα, -εν (Α)1. κηώδης*, ευώδης2. (το ουδ.) κηῶεν(κατά τον Ησύχ.) «μέλαν, καθαρόν».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρ. τού αμάρτυρου ουδ. *κῆFος (βλ. λ. κηώδης) + κατάλ. -όεις (πρβλ. κυματ-όεις, λοφ-όεις). Το -ω- από μετρική έκταση].
Dictionary of Greek. 2013.