κηώεις

κηώεις
κηώεις, -εσσα, -εν (Α)
1. κηώδης*, ευώδης
2. (το ουδ.) κηῶεν
(κατά τον Ησύχ.) «μέλαν, καθαρόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρ. τού αμάρτυρου ουδ. *κῆFος (βλ. λ. κηώδης) + κατάλ. -όεις (πρβλ. κυματ-όεις, λοφ-όεις). Το -ω- από μετρική έκταση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κηώεις — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηῶεν — κηώεις masc voc sg κηώεις neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηώεντα — κηώεις neut nom/voc/acc pl κηώεις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηώεντι — κηώεις masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηώεντος — κηώεις masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηώεσσα — κηώεις fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηώεσσαν — κηώεις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”